- παχύρριζος
- -η, -ο / παχύρριζος, -ον, ΝΑ(για φυτά) αυτός που έχει παχιές, χοντρές ρίζες, χονδρόρριζοςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο παχύρριζοςβοτ. μικρό γένος αγγειόσπερων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη φαβώδη, οικογένεια φαβίδες. Καλλιεργούνται στις τροπικές περιοχές τής Ασίας, τής Αφρικής και τής Αμερικής, έχουν ρίζα σαρκώδη και θυμίζουν κατά την φυσιογνωμία τους το φασόλι, τα σπέρματά τους όμως είναι δηλητηριώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ-* + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. λεπτό-ρριζος. Η λ. με την νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pachyrhizus].
Dictionary of Greek. 2013.